- αφοπλισμός
- Στον όρο α. συμπεριλαμβάνονται τρεις, το λιγότερο, διαφορετικές έννοιες: η καταστροφή ή η μείωση των εξοπλισμών, που επιβάλλεται σε μία ηττημένη χώρα, ο α. καθορισμένων γεωγραφικών περιοχών που προβλέπεται από διμερείς συνθήκες· η μείωση ή ο περιορισμός ή ακόμα και η κατάργηση των εθνικών εξοπλισμών στη βάση μιας γενικής διεθνούς συμφωνίας. Με τις δύο πρώτες σημασίες, ο α. υπήρξε φαινόμενο πολύ γνωστό και στο παρελθόν. Ένα παράδειγμα μείωσης των εξοπλισμών που επιβλήθηκε από τους νικητές σε ένα ηττημένο κράτος είχαμε με την ειρήνη που έθεσε τέρμα, το 201 π.Χ., στον δεύτερο πόλεμο μεταξύ Ρώμης και Καρχηδόνας και που σύμφωνα με τους όρους της η τελευταία υποχρεωνόταν να μειώσει σημαντικά τις χερσαίες και θαλάσσιες δυνάμεις της. Η συνθήκη Ρας-Μπέιγκοτ (1818) μεταξύ των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας, σύμφωνα με την οποία όφειλαν να παραμείνουν αφοπλισμένες οι συνοριακές ζώνες μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Καναδά, είναι ένα παράδειγμα α. που συμφωνεί με τη δεύτερη από τις σημασίες του όρου. Το πρόβλημα, αντίθετα, του α., με την έννοια της μείωσης ή του περιορισμού των εθνικών εξοπλισμών, στη βάση μιας γενικής διεθνούς συμφωνίας, δεν συζητήθηκε από διεθνή σύνοδο έως την εποχή των δύο συνδιασκέψεων της Χάγης του 1899 και του 1907, οι οποίες τερματίστηκαν με αποτυχία. Το ίδιο πρόβλημα ξαναπαρουσιάστηκε αργότερα στους κόλπους της Κοινωνίας των Εθνών αρχικά και αργότερα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.
Η ίδρυση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών στο Σαν Φρανσίσκο το καλοκαίρι του 1945 συμβόλιζε την αρχή μιας νέας εποχής στις διεθνείς σχέσεις. Η Χάρτα του ΟΗΕ περιείχε αρχές που καταδικάζουν σαφώς τον πόλεμο, με πρώτη τη δέσμευση «να σωθούν οι ερχόμενες γενιές από τη μάστιγα του πολέμου». Λίγες ημέρες, ωστόσο, μετά την υπογραφή του Καταστατικού Χάρτη του OHE, ο κόσμος έμπαινε σε μια νέα εποχή, την πυρηνική, η οποία έδωσε μια τελείως νέα διάσταση στην ανθρώπινη δραστηριότητα πάνω στη Γη. Λίγους μήνες μετά τις πρώτες ατομικές βόμβες στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ υιοθέτησε την πρώτη της απόφαση για τον α. με την ίδρυση της Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας και αργότερα υπογράμμισε τη σύνδεση ανάμεσα στα ζητήματα του α. και της ειρήνης και ασφάλειας. Από τότε ο OHE δεν έπαψε να ασχολείται με το ζήτημα του α., αλλά ο διπολισμός που εγκαθιδρύθηκε στις διεθνείς σχέσεις και κράτησε περίπου 45 χρόνια, με την ένταση του ανταγωνισμού των εξοπλισμών ως ένα κύριο γνώρισμά του, δεν επέτρεψε στον διεθνή οργανισμό να σημειώσει αμέσως κάποιες επιτυχίες στον τομέα του α. Ήδη από το 1962 άρχισε να λειτουργεί και η Διάσκεψη για τον Α. στη Γενεύη με τη συμμετοχή 39 χωρών ως ένα πολυμερές φόρουμ διαπραγματεύσεων για τον α.
Η προσέγγιση του ζητήματος του α. δεν ήταν όμως πάντα η ίδια. Στην αρχή το φάσμα των διαπραγματεύσεων ήταν ευρύτατο. Υπήρξαν σχέδια για την ειρηνική και μόνο χρησιμοποίηση της ατομικής ενέργειας και για τον έλεγχο και τη μείωση όλων των εξοπλισμών μέσω ενός διεθνούς συστήματος. Η ελάχιστη πρόοδος που σημειώθηκε όμως ώθησε στα τέλη της δεκαετίας του ‘50 σε μια μερική προσέγγιση, με την ελπίδα ότι κάποια πρώτα, περιορισμένα βήματα θα αύξαναν την εμπιστοσύνη και θα δημιουργούσαν ευνοϊκότερη ατμόσφαιρα για ευρύτερες συμφωνίες. Οι άμεσες προσδοκίες επικεντρώθηκαν σε δύο ζητήματα, τη διακοπή των πυρηνικών δοκιμών και τον περιορισμό στη διάδοση των πυρηνικών όπλων. Στα μέσα της δεκαετίας του ‘60 έγινε φανερό ότι ο γενικός και πλήρης α. δεν ήταν ένας στόχος που θα μπορούσε να επιτευχθεί σύντομα. Για τα επόμενα 15 χρόνια επικράτησε η τάση να θεωρείται ο γενικός α. ως ο απώτερος στόχος και να καταβάλλονται προσπάθειες για επιμέρους στόχους. Από την άποψη των συγκεκριμένων πολυμερών συμφωνιών, η περίοδος 1963-1978 είναι γόνιμη. Οι αδέσμευτες χώρες πήραν την πρωτοβουλία για την πρώτη ειδική σύνοδο της Γενικής Συνέλευσης για τον α. το 1978. Ακολούθησαν άλλες δύο, το 1982 και το 1988. Η Διάσκεψη για τον Α. ασχολήθηκε κατά την τελευταία δεκαετία κυρίως με την απαγόρευση των χημικών όπλων.
Οι συμφωνίες, συνθήκες ή συμβάσεις που έχουν συναφθεί σε πολυμερή βάση έιναι οι εξής:
– Η συνθήκη απαγόρευσης των δοκιμών πυρηνικών όπλων στην ατμόσφαιρα, στο διάστημα και τη θάλασσα, του 1963. Ήταν μερική συμφωνία γιατί δεν απαγόρευε τις υπόγειες δοκιμές.
– Η συνθήκη για τις αρχές που διέπουν τις δραστηριότητες κρατών στην εξερεύνηση και χρήση του σιαστήματος, περιλαμβανόμενης της Σελήνης και άλλων ουράνιων σωμάτων, του 1967. Η συνθήκη αυτή απαγόρευε την τοποθέτηση πυρηνικών και άλλων όπλων μαζικής καταστροφής σε τροχιά γύρω από τη γη ή στο διάστημα ή σε ουράνια σώματα.
– Η συνθήκη για τη μη διάδοση των πυρηνικών όπλων, του 1968.
– Η συνθήκη για την απαγόρευση τοποθέτησης πυρηνικών όπλων και άλλων όπλων μαζικής καταστροφής στον πυθμένα της θάλασσας και τον βυθό των ωκεανών και στο υπέδαφός τους, του 1971.
– Η σύμβαση για την απαγόρευση της ανάπτυξης, παραγωγής και αποθήκευσης βακτηριολογικών και τοξικών όπλων, και την καταστροφή τους, του 1972. Ήταν η πρώτη διεθνής συμφωνία που πρότεινε ένα αληθινό μέτρο α., γιατί δεν απαγόρευε μόνο την ανάπτυξη, παραγωγή κλπ. των βιολογικών όπλων, αλλά ζητόυσε και την καταστροφή τους.
– Η σύμβαση για την απαγόρευση της στρατιωτικής ή όποιας άλλης εχθρικής χρήσης των τεχνικών μετατροπής του περιβάλλοντος, του 1977. Με τη συμφωνία αυτή απαγορευόταν η χρήση τεχνικών που θα μπορούσαν να προκαλέσουν φαινόμενα, όπως σεισμούς, παλιρροϊκά ρεύματα και αλλαγές στο κλίμα.
– Η συμφωνία που διέπει τις δραστηριότητες των κρατών στη Σελήνη και σε άλλα ουράνια σώματα, του 1979.
– Η σύμβαση για την απαγόρευση ή τους περιορισμούς στη χρήση ορισμένων συμβατικών όπλων τα οποία προορίζονται να είναι εξαιρετικά επιβλαβή ή πλήττουν αδιακρίτως, του 1981. Η σύμβαση αυτή περιόριζε τη χρήση ναρκών, παγίδων, εμπρηστικών όπλων και θραυσμάτων που δεν εντοπίζονται αμέσως.
Το 1997 υπογράφηκε στην Οτάβα του Καναδά νέα συνθήκηγια την απαγόρευση χρήσης ναρκών, λόγω των τρομακτικών αναπηριών που προκαλούν στον άμαχο πληθυσμό. Πάντως, μέχρι και το 2002, τρεις μεγάλες δυνάμεις (ΗΠΑ, Κίνα και Ρωσία) δεν είχαν προσυπογράψει το κείμενο της συνθήκης που τέθηκε σε ισχύ τον Μάρτιο του 1999.
Οι περιφερειακές πολυμερείς συνθήκες:
– Η συνθήκη της Ανταρκτικής του 1959 προέβλεπε την αποστρατιωτικοποίηση της Ανταρκτικής και ήταν η πρώτη συμφωνία που έθεσε σε εφαρμογή την αντίληψη μιας περιοχής απαλλαγμένης από πυρηνικά όπλα.
– Η συνθήκη για την απαγόρευση των πυρηνικών όπλων στη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική (η συνθήκη του Τλατελόλκο), του 1967.
– Η συνθήκη για την αποπυρηνικοποιημένη ζώνη του Νότιου Ειρηνικού (η συνθήκη του Ραροτόγκα), του 1985.
Οι αλλαγές στις διεθνείς σχέσεις στις αρχές της δεκαετίας του ’90 έκαναν δυνατές τις παρακάτω πρόσθετες περιφερειακές συμφωνίες:
– Το ντοκουμέντο της Βιέννης του 1990 για τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης και ασφάλειας, που συμφωνήθηκε από τα 34 τότε κράτη που συμμετείχαν στη διάσκεψη για την ασφάλεια και τη συνεργασία στην Ευρώπη (ΔΑΣΕ) και το οποίο αναφέρεται, ανάμεσα σε άλλα, στις ετήσιες ανταλλαγές πληροφοριών για την οργάνωση και την ανάπτυξη στρατιωτικών δυνάμεων και οπλικών συστημάτων στους στρατιωτικούς προϋπολογισμούς κλπ. Τα μέτρα αυτά συνδυάζονται με το σύνολο των μέτρων που υιοθετήθηκαν από τη διάσκεψη της Στοκχόλμης το 1986.
– Η συνθήκη για τις συμβατικές ένοπλες δυνάμεις στην Ευρώπη (CFE), του 1990, μεταξύ των χωρών-μελών του ΝΑΤΟ και του πρώην συμφώνου της Βαρσοβίας, η οποία απέβλεπε στην εγκαθίδρυση μιας σταθερής ισορροπίας συμβατικών δυνάμεων σε κατώτερα επίπεδα.
Ωστόσο, οι συμφωνίες που κυριολεκτικά άφησαν εποχή ήταν εκείνες που έγιναν μεταξύ πρώην ΕΣΣΔ και ΗΠΑ σε ολόκληρη την περίοδο κυριαρχίας του διπολισμού. Οι κυριότερες είναι:
– Η συνθήκη για τον περιορισμό των συστημάτων αντιβαλλιστικών πυραύλων (ΑΒΜ), του 1972. Η συνθήκη αυτή περιόρισε την ανάπτυξη των ΑΒΜ συστημάτων σε δύο θέσεις με 100 εκτοξευτές στην καθεμιά. (Με το πρωτόκολλο του 1974 οι θέσεις περιορίστηκαν σε μία.) Τον Ιούνιο του 2002, οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν επίσημα τη μονομερή αποχώρησή τους από τη συνθήκη, προβάλλοντας ως επιχείρημα την απειλή μέρους των ασιατικών κρατών (π.χ. Ιράκ, Κορέα).
– Η προσωρινή συμφωνία για ορισμένα μέτρα σχετικά με τον περιορισμό των στρατηγικών επιθετικών όπλων, του 1972, γνωστή ως SALT-I. Με τη συμφωνία αυτή περιορίστηκε ο αριθμός των εκτοξευτών στρατηγικών όπλων.
– Με τη συμφωνία για την αποτροπή του πυρηνικού πολέμου, του 1973, οι δύο πλευρές συμφώνησαν να θέσουν στόχο της πολιτικής τους την αποτροπή του πυρηνικού πολέμου.
– Η συνθήκη για τον περιορισμό των υπόγειων πυρηνικών δοκιμών, του 1974, επέβαλε ένα πυρηνικό κατώφλι, απαγορεύοντας υπόγειες πυρηνικές δοκιμές ισχύος πάνω από 150 κιλοτόνους. Η συνθήκη τέθηκε σε ισχύ το 1990.
– Η συνθήκη για τις υπόγειες πυρηνικές δοκιμές για ειρηνικούς σκοπούς, του 1976, απαγορεύει επίσης κάθε έκρηξη ισχύος πάνω από 150 κιλοτόνους.
– Η συνθήκη για τον περιορισμό των στρατηγικών επιθετικών όπλων, του 1979, γνωστή ως SALT-II, επέβαλε όρια στον αριθμό και τους τύπους των στρατηγικών πυρηνικών φορέων. Η συνθήκη δεν εφαρμόστηκε ποτέ.
– Η συμφωνία για την ίδρυση κέντρων μείωσης του πυρηνικού κινδύνου, του 1987. Με αυτήν ιδρύθηκαν κέντρα στην Ουάσινγκτον και τη Μόσχα για την ανταλλαγή στοιχείων.
– Η συνθήκη για τον περιορισμό των μέσου και μικρού βεληνεκούς πυραύλων (INF), του 1987, προβλέπει την εξάλειψη όλων των αμερικανικών και σοβιετικών πυραύλων μέσου (1.000-5.500 χλμ.) και μικρού βεληνεκούς (500-100 χλμ.).
– Η συμφωνία για προειδοποίηση εκτόξευσης διηπειρωτικών βαλλιστικών πυραύλων και βαλλιστικών πυραύλων εκτοξευόμενων από υποβρύχια, του 1988.
– Η συμφωνία για την καταστροφή και τη μη παραγωγή χημικών όπλων, και για μέτρα διευκόλυνσης της πολυμερούς σύμβασης για την απαγόρευση των χημικών όπλων, του 1990. Με τη συμφωνία αυτή κάθε πλευρά υποχρεωνόταν να έχει μειώσει το οπλοστάσιό της στις 31 Δεκεμβρίου 2002 σε 5.000 τόνους.
– Η συνθήκη μείωσης των στρατηγικών όπλων, του 1991, προβλέπει κάθε πλευρά να περιοριστεί σε 1.600 οχήματα εκτόξευσης στρατηγικών πυρηνικών όπλων και σε 6.000 μετρήσιμες πυρηνικές κεφαλές.
– Συμφωνία μείωσης στρατηγικών πυρηνικών όπλων του 1992 (Μπους-Γιέλτσιν), με την οποία οι ΗΠΑ θα κρατούσαν 3.500 πυρηνικές κεφαλές από τις 9.745 και η Ρωσία 3.000 από τις 11.159 της ΚΑΚ. Η Ρωσία θα έχανε τους πυραύλους SS-18 και οι ΗΠΑ τους MX. Η κακή οικονομική κατάσταση στη Ρωσία δεν επέτρεψε την πλήρη τήρηση των όρων εκ μέρους της, με αποτέλεσμα τον Μάιο του 2002 οι νέοι πρόεδροι των δύο χωρών, Τζορτζ Μπους και Βλαντιμίρ Πούτιν, να υπογράψουν νέα συνθήκη (START II), η οποία προβλέπει τον σταδιακό περιορισμό του πυρηνικού οπλοστασίου τους μέχρι το 2012 σε συνολικά 3.900 κεφαλές.
Μια ενδιαφέρουσα πτυχή του α. συνδέεται με την ανάπτυξη και το ζήτημα αυτό απασχόλησε και μια διεθνή διάσκεψη το 1987. Καθώς οι εξοπλισμοί περιορίζονται, η προσοχή στρέφεται στο μέρισμα της ειρήνης και τα προβλήματα μετατροπής των στρατιωτικών βιομηχανιών σε ειρηνικές.
Παρά τις ανωτέρω συμφωνίες και τις συνθήκες στις αρχές της δεκαετίας 1990-2000, πάνω από 50.000 πυρηνικά όπλα ήταν αναπτυγμένα σε ολόκληρη τη Γη. Είναι γεγονός βέβαια ότι τα πυρηνικά δεν χρησιμοποιήθηκαν σε κανέναν από τους πολέμους που έγιναν από το 1945 και ύστερα.
Η διάδοση των πυρηνικών όπλων παραμένει ένα εφιαλτικό ζήτημα. Ο πόλεμος στον Κόλπο, στις αρχές του 1991, φώτισε ιδιαίτερα την πλευρά των όπλων μαζικής καταστροφής (χημικών, βιολογικών κ.ά.) και ο OHE επιφορτίστηκε με τον έλεγχο και την καταστροφή αυτών των όπλων στο Ιράκ (απόφαση 687, 1991, του Συμβουλίου Ασφαλείας).
Οι προσπάθειες για αφοπλισμό αποβλέπουν στο να μην ξαναζήσει η ανθρωπότητα σκηνές όπως αυτή της φωτογραφίας, με τις γνωστές ολέθριες συνέπειες.
Ο Αμερικανός πρόεδρος Τόμας Γουίλσον (1856-1924) ήταν ένθερμος υποστηρικτής του αφοπλισμού, αν και μάλλον τις απόψεις του δεν ενστερνίστηκαν οι διάδοχοί του.
* * *ο (Μ ἀφοπλισμός)η αφαίρεση των όπλωννεοελλ.1. τα μέτρα που επιβάλλονται στο τέλος μιας ένοπλης σύρραξης από τους νικητές στους ηττημένους2. η προοδευτική μείωση των εξοπλισμών των κρατών ώσπου να φτάσουν σε κατάργηση ή απαγόρευση ορισμένων όπλων.
Dictionary of Greek. 2013.